- επιπόλαια
- επίρρ. прям. перен. поверхностно, неглубоко
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιπόλαια — ἐπιπόλαιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… … Dictionary of Greek
εική — (Α εἰκῇ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «εική και ως έτυχε» εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή αρχ. 1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ εἰκῇ λέγοντας» διατηρώντας τη λογική του σκέψη… … Dictionary of Greek
επιλίγδην — ἐπιλίγδην (Α) επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα τού ώμου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»] … Dictionary of Greek
ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος … Dictionary of Greek
άβουλος — η, ο (Α ἄβουλος, ον) [βουλή] ο δίχως βούληση, θέληση νεοελλ. ο δίχως πρωτοβουλία, αναποφάσιστος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται άσχημα ή επιπόλαια, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. άκαρδος, άσπλαχνος, αδιάφορος … Dictionary of Greek
άρπα-κόλλα — ή στο άρπα κόλλα στα γρήγορα, πολύ βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό της προστακτικής των ρ. αρπώ και κολλώ, με επιρρηματική σημασία (πρβλ. «άψε σβήσε»)] … Dictionary of Greek
έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek
ακριτολογώ — μιλώ χωρίς σκέψη, επιπόλαια, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριτολόγος. ΠΑΡ. ακριτολόγημα] … Dictionary of Greek
ακροθιγής — ές (Α ἀκροθιγής) 1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος 2. επίρρ. ακροθιγώς α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια νεοελλ. αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά … Dictionary of Greek
αλαφροπιάνω — 1. πιάνω κάτι ελαφρά, μόλις που τό αγγίζω 2. ασχολούμαι με κάποια υπόθεση επιπόλαια, τήν εξετάζω χωρίς την απαιτούμενη επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + πιάνω] … Dictionary of Greek